περιφανῶς

περιφανῶς
περιφανής
seen all round
adverbial (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Theotokos — An 18th century Russian icon depicting various types of the Theotokos icons Theotokos (Greek: Θεοτόκος, transliterated Theotókos) is the Greek title of Mary, the mother of Jesus used especially in the Eastern Orthodox, Oriental Orthodox, and… …   Wikipedia

  • CINARA — apud Columellam, l. 10. v. 235. Horrida ponatur Cinara. ex Graeco Κινάρα, Latinis Carduns, Siculis olim cactus est, quem articactum hodie Galli vocant, Artichaut. Athen. l. 11. Τίς δὲ τούτοις οὐχι πειθόμενος θαῤῥῶν ἀ `ν εἴποι τὴν κάκτον εἶναι… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • διαφανώς — διαφανῶς επίρρ. (Α) 1. καταφανώς, ολοφάνερα 2. σαφώς, ευκρινώς 3. περιφανώς …   Dictionary of Greek

  • επιφανής — Τιμητικός τίτλος. Το υπερθετικό του ε., επιφανέστατος ή νοβελίσιμος, καθιερώθηκε ως τιμητικός τίτλος κατά τον 3o αι. μ.Χ., κυρίως ως επίθετο του τίτλου καίσαρ. Τον τίτλο του ε. μεταβίβαζαν οι αυτοκράτορες στους γιους τους και, αργότερα, το… …   Dictionary of Greek

  • περιφανής — ές, ΝΜΑ [περιφαίνω] επιφανής, ένδοξος, ξακουστός (α. «περιφανής νίκη» β. «γένει τε καὶ πλούτῳ περιφανής», Ευσ.) αρχ. 1. αυτός που φαίνεται από παντού, ο περίοπτος («πόλιν... περιφανῆ ἐς θάλασσάν τε καὶ τὴν ἤπειρον ᾦκισεν», Θουκ.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”